-
1 γίξαι
γίξαι· χωρῆσαι, Hsch. [full] γίο· αὐτοῦ, Id. [full] γῖπον· εἶπον, Id. [full] γίς· ἱμὰς καὶ γῆ καὶ ἰσχύς (i. e. ϝίς), Id. [full] γισάμεναι· εἰδέναι, Id. [full] γίσας· φθείρας, Id.: inf.,A deflower,App.Anth.
4.73 (perh. Strat.). [full] γίσγον· ἴσον, Hsch. ([etym.] ϝίς ϝον). [full] γίσιον· μικρὸν τεῖχος, Id. (leg. γείς-). [full] γιστία· ἐσχάρα ( ἐσχάτη cod.), Id. [full] γιστίαι· ἱστουργοί, Id. [full] γιστιῶ· παύσομαι, Id. [full] γισχύν· ἰσχύν, Id. [full] γιτέα· ἰτέα ( ἐτέα cod.), Id. (In the above words, γ freq. = ϝ.) [full] γῖτον, τό, dub. sens. in UPZ89.14(pl., ii B. C.). [full] γίτονας, v. γείτων.
См. также в других словарях:
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek